- έκπλυτος
- ἔκπλυτος, -ον (Α)1. αυτός που ξεβάφει με το πλύσιμο2. ξεθωριασμένος, ανοιχτόχρωμος3. φθαρτός4. ο ηθικά εξαγνισμένος5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔκπλυτονείδος τού φυτού νάρδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἔκπλυτος — to be washed out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπλυτον — ἔκπλυτος to be washed out masc/fem acc sg ἔκπλυτος to be washed out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπλυτα — ἔκπλυτος to be washed out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκπλυτ' — ἔκπλυτα , ἔκπλυτος to be washed out neut nom/voc/acc pl ἔκπλυτε , ἔκπλυτος to be washed out masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)